- ἀποκατορθόω
- ἀποκατ-ορθόω,A recover one's prosperity, Arist.EE1247b10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκατορθῶσαι — ἀποκατορθόω recover one s prosperity aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)